- συμβαλλομάχος
- -ον, ΜΑαυτός που συμβάλλει, που μετέχει σε διαμάχη.[ΕΤΥΜΟΛ. < συμβάλλω + -μάχος (< μάχομαι)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συμβαλλομάχος — joining in the fight masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβαλλομάχοι — συμβαλλομάχος joining in the fight masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβαλλομάχοις — συμβαλλομάχος joining in the fight masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε … Dictionary of Greek
συμβαλλομαχία — ἡ, Α [συμβαλλομάχος] το να συμβάλλει, να μετέχει κανείς σε διαμάχη, σε φιλονικία … Dictionary of Greek
συμβαλλομαχώ — έω, Α [συμβαλλομάχος] μετέχω σε διαμάχη … Dictionary of Greek